-
1 εὔχαρι
εὔχαρι, ιτος, anmuthig, angenehm; neben μεγαλοπρεπής Plat. Rep. VI, 487 a; καὶ ἔμμετρος διάνοια 486 d; ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες, artig, Xen. Cyr. 2, 2, 12; Folgde; κατὰ τὰς ἐντεύξεις εὔχ. Pol. 22, 21, 3; ἐν ταῖς ὁμιλίαις 24, 5, 7; ἐν τῷ διδόναι, freigebig, Plut. Artax. 4; τὸ εὔχαρι, die Artigkeit, Xen. Ages. 8, 1, vgl. 11, 11; von der Rede, εὔχ. ἅμα καὶ δεινὸς ἦν Plut. Cat. mai. 7; beliebt, Xen. Cyr. 7, 4, 1; Ἀφροδίτη, wohlwollend, gnädig, Eur. Heracl. 894; – οὐδὲν μελιττῶν εὐχαριτώτερον, Ael. N. A. 1, 59. Der superl. εὐχαριτώτατος wird mit εὐχαριστότατος verwechselt, App. B. C. 2, 26.
-
2 ευχαρι
-
3 εύχαρι
-
4 εὔχαρι
-
5 εὔχαρι
εὔ-χαρις, εὔχαρι, ιτος, u. εὐ-χαρής, ές, anmutig, angenehm; ἐν τῷ διδόναι, freigebig; τὸ εὔχαρι, die Artigkeit; beliebt; Ἀφροδίτη, wohlwollend, gnädig -
6 εὔχαρις
εὔ-χαρις, εὔχαρι, ιτος, u. εὐ-χαρής, ές, anmutig, angenehm; ἐν τῷ διδόναι, freigebig; τὸ εὔχαρι, die Artigkeit; beliebt; Ἀφροδίτη, wohlwollend, gnädig -
7 εὐ-χάριτος
εὐ-χάριτος, dasselbe, ὀρνίϑιον Arist. H. A. 8, 3, wo Bekker εὔχαρι aufgenommen hat; den superlat. εὐχαριτώτατος s. unter εὔχαρις.
-
8 доставить
доставить 1) (перенести) (μετα)φέρω, πηγαίνω 2) (при чинить) προξενώ, κάνω \доставить удовольствие προξενώ ευχαρί στηση* * *1) ( перенести) (μετα)φέρω, πηγαίνω2) ( причинить) προξενώ, κάνωдоста́вить удово́льствие — προξενώ ευχαρίστηση
-
9 утеха
утехаж1. (удовольствие) ἡ εὐχαρί-στηση [-ις], ἡ διασκέδαση [-ις]·2. (утешение) ἡ παρηγοριά. -
10 εὔχαρις,-ις,-ι
A 0-0-0-0-1=1 Wis 14,20charming, gracious; τὸ εὔχαρι grace -
11 εὔσμαλον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔσμαλον
-
12 εὔχαρις
A charming, gracious, esp. in society, Democr. 104, Pl.R. 486d, 487a, X.Cyr.7.4.1; ἀστεῖοι καὶ εὐ. ib.2.2.12; εὔ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις, Plb.22.21.3, 23.5.7; τὸ εὔ. urbanity, X.Ages.8.1, 11.11, M.Ant.1.16.5; of Aphrodite, gracious, E.Heracl. 894 (lyr.), Med. 631 (lyr.); of animals, Arist.HA 592b24: [comp] Comp. -τώτερος Plot.3.6.6
: [comp] Sup. -τώτατος, ἐς τὸν δῆμον App.BC2.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔχαρις
См. также в других словарях:
εὔχαρι — εὔχαρις charming masc/fem voc sg εὔχαρις charming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχαρις — ι (ΑΜ εὔχαρις, ι) αυτός που έχει χάρη, θελκτικός, ευχάριστος, ευάρεστος, επίχαρις νεοελλ. βοτ. γένος τών αμαρυλλιδών φυτών αρχ. 1. (επίθ. τού Έρωτος και τής Αφροδίτης) ο γεμάτος χάρη, ο χαριτωμένος 2. (για τόπους) ευάρεστος 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
ՊԱՏՇԱՃՈՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0617 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 10c գ. τὸ εὕχαρι . որպէս Վայելչութիւն. բարեյարմարութիւն. գեղեցկութիւն. *Բազմութիւն պատրեալ վասն պատշաճողութեան գործոյն. Իմ. ՟Ծ՟Դ. 20: *Առնէ նաւակատիս՝ աստուածային գոգցես պատշաճողութեամբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)